σιγαστήρας — ο, Ν 1. τεχνολ. διάταξη μέσω τής οποίας διέρχονται τα καυσαέρια εξαγωγής ενός κινητήρα εσωτερικής καύσης προκειμένου να μειωθεί ο αεροδυναμικός θόρυβος, αλλ. σιωπητήρας 2. εξάρτημα που τοποθετείται στην κάννη πυροβόλου όπλου και, ιδίως, πιστολιού … Dictionary of Greek
-τήρας — τήρ, ΝΜΑ παραγωγική κατάλ. ονομάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, η οποία, όπως και η κατάλ. τωρ, χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει τον δράστη ενέργειας. Οι δύο αυτές καταλήξεις ανάγονται στην ΙΕ κατάληξη * ter (πρβλ. και αρχ. ινδ. pi tā, λατ. pa … Dictionary of Greek
μοτοσικλέτα — Οδικό όχημα με κινητήρα και δύο (ή σπανιότερα τρεις) τροχούς, για μεταφορά προσώπων ή και εμπορευμάτων. Όπως το αυτοκίνητο προήλθε από τις άμαξες, στις οποίες τοποθετήθηκαν κινητήρες ατμού ή εσωτερικής καύσης, έτσι και οι πρώτες μ. γεννήθηκαν από … Dictionary of Greek
σιλανσιέ — το, Ν άκλ. ο σιγαστήρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. silencieux «σιωπηλός» (< λατ. silentium «σιωπή»)] … Dictionary of Greek
σιλανσιέ — το (λ. γαλλ.), σιγαστήρας, εξάρτημα αυτοκινήτου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)